Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πυκινός πυκνός

См. также в других словарях:

  • πυκινός — masc nom sg πυκνός close masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

  • πυκινός — ή, όν, Α (ποιητ. τ.) βλ. πυκνός …   Dictionary of Greek

  • παιδνός — παιδνός, ή, όν (ΑΜ, Α θηλ. και ός) 1. αυτός που αρμόζει σε παιδί, παιδικός, παιδαριώδης («τὸ κατ ἀγροικίαν παιδνόν τε καὶ ἀφελές», Ευστ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παιδνός παιδί, έφηβος 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδνή κορίτσι, παιδίσκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς …   Dictionary of Greek

  • πυκινά — πυκινός neut nom/voc/acc pl πυκινά̱ , πυκινός fem nom/voc/acc dual πυκινά̱ , πυκινός fem nom/voc sg (doric aeolic) πυκνός close neut nom/voc/acc pl (epic) πυκινά̱ , πυκνός close fem nom/voc/acc dual (epic) πυκινά̱ , πυκνός close fem nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκινώτερον — πυκινός adverbial comp πυκινός masc acc comp sg πυκινός neut nom/voc/acc comp sg πυκνός close adverbial comp (epic) πυκνός close masc acc comp sg (epic) πυκνός close neut nom/voc/acc comp sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκινῶν — πυκινός fem gen pl πυκινός masc/neut gen pl πυκνός close fem gen pl (epic) πυκνός close masc/neut gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκινόν — πυκινός masc acc sg πυκινός neut nom/voc/acc sg πυκνός close masc acc sg (epic) πυκνός close neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκινώτατον — πυκινός masc acc superl sg πυκινός neut nom/voc/acc superl sg πυκνός close masc acc superl sg (epic) πυκνός close neut nom/voc/acc superl sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκιναῖς — πυκινός fem dat pl πυκνός close fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκιναῖσι — πυκινός fem dat pl (epic ionic aeolic) πυκνός close fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»